- σκοταριά
- η, Νβλ. συκωταριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοταρία — Α [σκότος] (κατά τον Ησύχ.) «Ζόφος. Ἀχαιοί» … Dictionary of Greek
συκωταριά — και σκωταριά και σκοταριά, η, Ν (με περιλπτ. σημ.) το συκώτι τών σφαγίων μαζί με τους πνεύμονες και τα σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σ(υ)κώτι + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά), μέσω ενός τ. συκωτ άρι(ον), υποκορ. τού συκώτι(ον)] … Dictionary of Greek